Τα Μάλια έχουν πολύ μεγάλη ιστορία που ξεκινάει από τους Νεολιθικούς χρόνους και κορυφώνεται την Μινωική περίοδο. Ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του Μινωικού πολιτισμού είναι το περίφημο ανάκτορο των Μαλίων του Δήμου Χερσονήσου. Σε απόσταση 500 μέτρων βορειοανατολικά του ανακτόρου στη θέση “Χρυσόλακκος”, ανασκάφηκε η μεγάλη Παλαιοανακτορική νεκρόπολη. Πρόκειται για ένα ταφικό χώρο κλεισμένο σε ορθογώνιο κτίσμα με τοίχους κατασκευασμένους από γκρίζο ασβεστόλιθο. Είναι ένα ταφικό συγκρότημα με ορθογώνιους μικρούς χώρους που χρησίμευαν ως νεκρικοί θάλαμοι. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως χρυσά αφιερώματα στους νεκρούς αλλά και ένα κοίλο βωμό με οδοντωτό περίγραμμα, που προοριζόταν για νεκρική λατρεία.
Σε έναν από αυτούς τους χώρους βρέθηκε το περίφημο χρυσό κόσμημα με τη Διπλή Μέλισσα. Το κόσμημα είναι έργο μινωικής χρυσοτεχνίας του 1800 - 1700 π.Χ., που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της μινωικής τέχνης σε σχήμα δυο μελισσών οι οποίες εναποθέτουν μια σταγόνα μέλι στην κηρήθρα. Όλα τα στοιχεία του κοσμήματος είναι διατεταγμένα κυκλικά και οι δυο μέλισσες είναι αντικριστά με τα πόδια ενωμένα πάνω στην σταγόνα, ενώ οι λεπτομέρειες στον κορμό και τα φτερά τους αποδίδονται με εντυπωσιακή μικροσκοπική κοκκίδωση. Η τέλεια απόδοση των μελισσών είναι απόλυτα φυσιοκρατική, ενώ το κόσμημα στο σύνολό του φαίνεται να έχει ένα συμβολισμό, που έχει τον πυρήνα του στη ζωή των μελισσών. Το κόσμημα κρύβει ένα µυστικό. Αν αντιστρέψει κάποιος το κόσµηµα των 3 εκατ. θα διαπιστώσει πως απεικονίζει µία μέλισσα που έχει πρόσωπο και χαρακτηριστική κόµµωση της εποχής που μοιάζει µε περούκα (δαιδαλική οροφωτή φενάκη). “Πρόκειται για µοναδική απεικόνιση της µέλισσας ως θεάς, η οποία γονιμοποιεί τους ρόδακες που βρίσκονται στο πλάι”, όπως εξηγεί ο καθηγητής αρχαιολογίας Νίκος Σταµπολίδης.
Κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2500-2000 π.Χ.) η ζώνη των νεκροπόλεων εκτεινόταν στα βόρεια του χώρου κοντά στην παραλία. Το κυριότερο σύνολο που κατασκευάστηκε είναι εκείνο στον Χρυσόλακκο, που οφείλει την ονομασία του στα φύλλα χρυσού και στα πολύτιμα αντικείμενα που ανακάλυπταν εκεί καλλιεργώντας τα κτήματα τους, οι ντόπιοι χωρικοί στα τέλη του 19ου αιώνα. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για να ανασκαφτεί ολόκληρος ο χώρος από χρυσοθήρες. Αυτές οι τυχαίες ανακαλύψεις χρυσού και αγγείων, παρακίνησαν τον έφορο αρχαιοτήτων Ιωσήφ Χατζηδάκη τον Μάιο του 1915,να πραγματοποιήσει τις πρώτες ανασκαφές στον χώρο του ανακτόρου. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1921 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, όπου ο L. Renaudin άρχισε την αποκάλυψη της νεκρόπολης του Χρυσόλακκου και την εξερεύνηση των παράλιων ταφικών μνημείων.